- αταξικός
- -ή, -όαυτός που δεν έχει κοινωνικές τάξεις: Πολλοί οραματίζονται μιαν αταξική κοινωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αταξικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη νευρολογική αταξία 2. αυτός που στερείται κοινωνικών τάξεων, στον οποίο δεν υπάρχει διάκριση τάξεων («αταξική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταξικός (με τη σημ. 1) < αταξία, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek